- ανεψίδι
- το двоюродный племянник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεψίδι — κ. ανιψίδι, το ανιψιός ή ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ανιψιός ή ανίψι με την παραγωγική κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
ανιψάκι — κ. ανεψάκι κ. ανεψίδι κ. ανιψίδι, το (υποκορ. του ανιψιός) ανεψιός ή ανεψιά μικρής ηλικίας … Dictionary of Greek
ανέψι — το και ανεψίδι, το και ανεψιός, ο βλ. ανίψι, ανιψίδι, ανιψιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)